- πυγμικός
- πυγμ-ικός, ή, όν,A of or for boxing, An.Ox.3.223.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πυγμικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυγμικός — ή, όν, Α [πυγμή] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πυγμή και στην πυγμαχία. επίρρ... πυγμικῶς Μ παλεύοντας ως πυγμάχοι … Dictionary of Greek
πυγμικῆς — πυγμικός of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυγμική — πυγμικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυγμικήν — πυγμικός of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυγμικώς — Μ επίρρ. βλ. πυγμικός … Dictionary of Greek